αμπελόβιος

αμπελόβιος
ος , ον
1) живущий в винограднике (о птицах, насекомых); 2) живущий на доход от виноградников

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμπελόβιος" в других словарях:

  • αμπελόβιος — ια, ιο 1. (για πτηνά, Έντομα κ.λπ.) αυτός που ζει στα αμπέλια 2. αυτός που αποζεί από τα αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + βίος] …   Dictionary of Greek

  • άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»